χανσενικός

χανσενικός
-ή, -ό, Ν
ιατρ. λεπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το όν. τού Νορβηγού φυσικού G. Η. Hansen (πού ανακάλυψε το μικρόβιο τής λέπρας) και κατάλ. -ικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”